συνένωση

συνένωση
η / συνένωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [συνενῶ, -ώνω]
ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. βιολ. α) κατηγορία στην ταξινόμηση τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων
β) (γενικά) μεγάλη συγκέντρωση οργανισμών σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή ομάδα φυτών που φύονται μαζί και σχηματίζουν μια μικρή μονάδα φυσικής βλάστησης
2. φρ. «χρωμοσωμική συνένωση»
βιολ. ένωση δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνένωση — η ένωση δύο ή περισσότερων: Ήταν αναπόφευκτη η συνένωση των τμημάτων λόγω έλλειψης καθηγητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφία — Συνένωση πολλών στημόνων των λουλουδιών με τα νήματά τους. Με τις λέξεις μοναδελφία, δυαδελφία και πολυαδελφία, επισημαίνουμε το είδος της συνένωσης των στημόνων. Η πρώτη αφορά τη συνένωση των στημόνων σε μία δέσμη, η δεύτερη σε δύο και η τρίτη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • σύμφυση — (Ιατρ.). Παθολογική ένωση δύο επιφανειών βλεννογόνου, ορογόνου ή δέρματος που συγκολλούνται μεταξύ τους από αφορμή ενός εξιδρώματος ή νεκρωτικού υλικού. Συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας ή ενός τραύματος των ιστών. Σ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …   Dictionary of Greek

  • κόλληση — η (AM κόλλησις) [κολλώ] 1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση 2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση νεοελλ. 1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα 2. κράμα κασσιτέρου… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”